- μουστακοφόρος
- -οαυτός που έχει μουστάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
μυστακοφόρος — ο 1. μουστακοφόρος 2. μουοτακαλής, αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσταξ, ακος + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στο περιοδικό Πανδώρα] … Dictionary of Greek